- φυκώδης
- -ες / φυκώδης, -ῶδες, ΝΑ (για θαλάσσιο βυθό ή ακτή)1. γεμάτος φύκη («φυκώδεις τόποι», Αριστοτ.)2. αυτός που προέρχεται από τα φύκη («φυκώδης ἀποφορά», Διοσκ.)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυκώδηβοτ. άλλη ονομασία τής τάξης φαιοφυκών φουκώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος (τὸ). Ως όρος τής νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. fucales].
Dictionary of Greek. 2013.